- συναγελάζομαι
- 1. συναθροίζομαι σε αγέλη.2. έρχομαι σε κοινωνική επαφή με άτομα κατώτερα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
συναγελάζομαι — συναγελάζομαι, συναγελάστηκα βλ. πίν. 36 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συναγελάζομαι — herd together pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγελάζομαι — ΝΜΑ, και ενεργ συναγελάζω Α ζω σε αγέλη, αποτελώ μέλος αγέλης («τῶν ἰχθύων οἱ μὲν συναγελάζονται μετ ἀλλήλων καὶ φίλοι εἰσίν», Αριστοτ.) νεοελλ. (με υποτιμητ. σημ.) συγχρωτίζομαι με ανθρώπους κατώτερου επιπέδου αρχ. 1. (για πρόσ.) συναναστρέφομαι … Dictionary of Greek
συναγελάζεσθε — συναγελάζομαι herd together pres imperat mp 2nd pl συναγελάζομαι herd together pres ind mp 2nd pl συναγελάζομαι herd together imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγελαζομένων — συναγελάζομαι herd together pres part mp fem gen pl συναγελάζομαι herd together pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγελαζόμενον — συναγελάζομαι herd together pres part mp masc acc sg συναγελάζομαι herd together pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγελάζου — συναγελάζομαι herd together pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) συναγελάζομαι herd together imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγελάζῃ — συναγελάζομαι herd together pres subj mp 2nd sg συναγελάζομαι herd together pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγελάσῃ — συναγελάζομαι herd together aor subj mp 2nd sg συναγελάζομαι herd together fut ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγελαζομένην — συναγελάζομαι herd together pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)